τεχνικολόρ

τεχνικολόρ
και τεκνικάλορ, το, Ν
κινημ. εμπορική ονομασία μεθόδου για την παραγωγή έγχρωμης κινηματογραφικής ταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. technicolor].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μαμούλιαν, Ρούμπεν — (Ruben Mamoulian, Τιφλίδα, Γεωργία 1897 – Λος Άντζελες 1987). Αμερικανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ήταν αρμενικής καταγωγής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και θέατρο στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας με τον Γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”